ασετυλίνη

ασετυλίνη
η хим. ацетилен

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασετυλίνη" в других словарях:

  • ακετυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με εμπειρικό τύπο C2H2, το πρώτο και σπουδαιότερο μέλος της σειράς των υδρογονανθράκων με έναν τριπλό δεσμό (αλκίνια) ή ακετυλενικών υδρογονανθράκων. Λέγεται και αιθίνιο. Βλ. λ. ασετιλίνη. * * * το ή ασετυλίνη, η Χημ.… …   Dictionary of Greek

  • πυροφάνι — Ψάρεμα με βάρκα, στην πλώρη της οποίας προσαρμόζεται λάμπα για να προσελκύει τα αλιεύματα. * * * το, Ν (αλιευτ.) 1. σιδερένια σχάρα που εξέχει από την πλώρη αλιευτικού σκάφους και πάνω στην οποία είναι τοποθετημένη λάμπα μεγάλης ισχύος, που… …   Dictionary of Greek

  • σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»